Αντιδημοκρατικές προκλήσεις στις σύγχρονες δημοκρατίες (1ο μέρος)

Αντιδημοκρατικές προκλήσεις στις σύγχρονες δημοκρατίες

 

                                                                                                                                                                    του Θανάση Τσακίρη

Η δικτατορία

Πρόκειται για την κυβέρνηση ενός ανθρώπου που, κατά κύριο λόγο, απέκτησε τη θέση δια της βίας ή της συναινέσεως ή συνήθως δια του συνδυασμού των δύο τρόπων και όχι δια της κληρονομικού οδού. Αυτή η κυβέρνηση, και ιδίως ο δικτάτορας, πρέπει να κατέχει την απόλυτη κυριαρχία, δηλαδή, όλη η πολιτική εξουσία πρέπει, τελικά, να πηγάζει από τη βούλησή του και της οποίας το εύρος πρέπει να είναι απεριόριστο. Πρέπει να ασκείται, λίγο ή πολύ συχνά, με αυθαίρετο τρόπο, δια διαταγμάτων κι όχι σύμφωνα με το νόμο. Και, τέλος, δεν πρέπει να περιορίζεται σε διάρκεια με όρους θητείας στο αξίωμα, ούτε ο δικτάτορας να είναι υπεύθυνος απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη αρχή γιατί τέτοιοι περιορισμοί δεν είναι συμβατοί με την απόλυτη εξουσία. Ο όρος δικτάτορας χρονολογείται από την εποχή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, όταν τέτοιες εξουσίες παραχωρούνταν προσωρινά σε έναν Ύπατο για να αντιμετωπίσει μια επείγουσα κατάσταση. Όμως, όταν έληγε η περίοδος για την οποία έλαβε δικτατορικές εξουσία ο Ύπατος θα έπρεπε να λογοδοτήσει στο πολιτικό-νομοθετικό σώμα που ήταν αρμόδιο. Από τότε ο όρος χρησιμοποιείται για τις περιπτώσεις της κατάληψης της εξουσίας με την ένοπλη πραξικοπηματική στρατιωτική βία και την επιβολή δικτατορικού καθεστώτος.

dictator-2

Ι. ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ

Η θεωρία του ολοκληρωτισμού της Χάνα Άρεντ άνοιξε το δρόμο για μια πιο βαθιά επιστημονική συζήτηση και έρευνα για το φασισμό, το ναζισμό και το σταλινισμό. «Τα πάντα εντός του κράτους, τίποτα εκτός του κράτους, τίποτα εναντίον του κράτους» διεκήρυττε ο φασίστας Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσσολίνι.

Το γενικό σχήμα που περιγράφει το ολοκληρωτικό σύστημα αποτελείται από δύο ομόκεντρους κύκλους εκ των οποίων αυτός που αναπαριστά την κοινωνία πολιτών περικλείεται εντός του μεγαλύτερου που αναπαριστά το κράτος. Πρόκειται για ένα αφαιρετικό σχήμα που, με τους λοιπούς όρους να παραμένουν αμετάβλητοι, αναπαριστά το μοντέλο του ολοκληρωτισμού όπως το αντιλαμβάνεται ο πολιτικός φιλελευθερισμός και η δημοκρατική θεωρία. Η γραμμική εξέλιξη από το αρχικό μοντέλο της φιλελεύθερης κοινωνίας στην ολοκληρωτική περιλαμβάνει δύο ενδιάμεσα χρονικά και ποιοτικά στάδια. Αρχικά το κράτος επεμβαίνει ελάχιστα στην κοινωνία πολιτών και στην ιδιωτική σφαίρα (οικονομικός φιλελευθερισμός και αρνητικό κράτος). Κατόπιν το (θετικό) κράτος αρχίζει να παρεμβαίνει σε πολλές από τις δραστηριότητες και θεσμούς της κοινωνίας πολιτών και της ιδιωτικής σφαίρας. Το τελευταίο στάδιο πριν από την απαρχή του ολοκληρωτισμού χαρακτηρίζεται από τη μαζική παρέμβαση του κράτους στον οικονομικό σχεδιασμό, στις κοινωνικές υπηρεσίες, στην πρόνοια και στις ιδιοκτησιακές σχέσεις (κράτος πρόνοιας και δημοκρατικός σοσιαλισμός).

Πιο αναλυτικά, κύρια χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωτικού συστήματος (του «ολικού» κράτους) είναι η μαζική πειθάρχηση της ζωής των ανθρώπων, η δημιουργία ενός τελειοποιημένου μηχανισμού για την κατασκευή συναίνεσης μέσω της προπαγάνδας και της κατήχησης σε συνδυασμό με την καταπίεση και το κλίμα τρόμου απέναντι σε υποτιθέμενους εχθρούς της κοινωνίας, εξωτερικούς και, κυρίως, εσωτερικούς. Η βία στο αποκορύφωμά της. Το ολοκληρωτικό σύστημα ολοκληρώνεται στην εντέλεια, κατά την Arendt, όταν ακόμη και η φωνή του ανθρώπου χάνεται οριστικά, όταν ο άνθρωπος δεν θα ξέρει πια να επικοινωνήσει, όταν το μέσο της επικοινωνίας η προφορική ομιλία που ξεχωρίζει το ανθρώπινο είδος, δηλαδή ο λόγος, παύει να υφίσταται : «Πράγματι, ούτε κι οι πόλεμοι ακόμη, ας αφήσουμε τις επαναστάσεις, προσδιορίζονται πάντοτε εντελώς από τη βία. Εκεί όπου η βία κυριαρχεί απόλυτα, όπως για παράδειγμα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων, όχι μόνο οι νόμοι – οι νόμοι σιωπούν (le lois se taisent), όπως το διατύπωσε η Γαλλική Επανάσταση – αλλά τα πάντα και οι πάντες πρέπει να σιωπούν. Είναι εξαιτίας αυτής της σιωπής που η βία είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο στην πολιτική σφαίρα και γιατί ο άνθρωπος, στο βαθμό που είναι πολιτικό ον, είναι προικισμένος με τη δύναμη του λόγου. Οι δύο φημισμένοι ορισμοί του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο, ότι είναι πολιτικό ον και είναι ον προικισμένο με το λόγο, αλληλοσυμπληρώνονται και αναφέρονται αμφότεροι στην ίδια εμπειρία της ζωής στην Ελληνική πόλη. Το ουσιώδες εδώ είναι ότι η βία αυτή καθ’ εαυτή είναι ανίκανη να εκφέρει λόγο, και όχι απλώς ότι ο λόγος είναι ανίσχυρος σαν έρθει αντιμέτωπος με τη βία.

Η ιδιαίτερη ευαισθησία που χαρακτηρίζει την προσπάθεια της Hannah Arendt να αναλύσει το ολοκληρωτικό σύστημα οφείλεται τόσο στην παιδεία της όσο και στην εμπειρία της, εμπειρία που μοιράστηκε με πολλούς/ες άλλους/ες της γενιάς της και της εθνικής και θρησκευτικής της καταγωγής. Η Γερμανοεβραϊκή της καταγωγή και ο καθολικός χαρακτήρας της παιδείας της αφήνουν τα ίχνη τους στην εργασία της για τον ολοκληρωτισμό. Φτάνει να ερευνά σε βάθος μέσα στην ιστορία των μεσαιωνικών και νεοτέρων χρόνων για να βρει τις ρίζες του ολοκληρωτισμού. Αναζητεί όχι μόνο τη Γερμανική και Άρια καταγωγή του ναζισμού αλλά δεν αφήνει τίποτα όρθιο και στην πλευρά του Εβραϊσμού – με χαρακτηριστική την κριτική της τοποθέτηση για τον Benjamin Disraeli, τον άνθρωπο που έφτασε στην κορυφή της Βρετανικής αυτοκρατορίας στο 18ο αιώνα και ο οποίος είχε πλάσει κρυφά όνειρα για επικράτηση της «εκλεκτής Εβραϊκής φυλής» όταν εκπονούσε τα νεανικά λογοτεχνικά του έργα. Ως μια από τις τελευταίες «καθολικές διανοούμενες» του 20ού αιώνα η Arendt προσεγγίζει τον ολοκληρωτισμό από τις πλευρές της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, της κοινωνικής και της πολιτικής ψυχολογίας και, βεβαίως, της φιλοσοφίας.

hannah_arendt_1928

Οι έννοιες που κατέχουν κεντρικές θέσεις στην ανάλυση της Arendt είναι ο αντι-σημιτισμός, τα παν-κινήματα, ο ιμπεριαλισμός, η επέκταση για χάρη της επέκτασης, οι ανθρώπινες μάζες. Ο αντι-σημιτισμός γεννιέται στους μεσαιωνικούς χρόνους με δύο κύρια χαρακτηριστικά : από τη μια θρησκευτικά (η φυλή που «πρόδωσε» το Χριστό) και από την άλλη κοινωνικο-οικονομικά (οι αποδιοπομπαίοι τράγοι σε εποχές κοινωνικό-οικονομικής κρίσης ως οι διαμεσολαβητές και κάτοχοι της χρηματικής πίστης). Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά ανάλογα με τη συγκυρία άλλοτε θα τονίζονται μαζί και άλλοτε ξεχωριστά. Η απελευθέρωση των πολιτών με την είσοδο στην εποχή της νεωτερικότητας και την ανάπτυξη του καπιταλισμού θα στερήσει από τους οικονομικά ισχυρούς Εβραίους τις δυνατότητες που τους παρείχαν τα προνόμια του «ancien regime» ως των χρηματοδοτών των βασιλικών και πριγκηπικών αυλών. Τα παν-κινήματα είναι τα κινήματα εκείνα που χαρακτηρίζονται από την ιδεολογία του «φυλετικού εθνικισμού». Ο φυλετικός εθνικισμός έτεινε να συμπεριλάβει ως εν δυνάμει μέλη του κοινωνικού αυτού κινήματος όσους και όσες διέθεταν όχι μόνο τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν μια εθνότητα, δηλαδή κοινή γλώσσα, ήθη και έθιμα, κοινό έδαφος, αλλά διεύρυνε τα πλαίσια αυτά προσθέτοντας και κυρίως, προθέτοντας και προβάλλοντας με ιδιαίτερο τόνο το στοιχείο του «αίματος». Ο γερμανικής καταγωγής υπήκοος της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας που από το 1933 ως το 1945 επρόκειτο να προβληθεί ως ο πρωταγωνιστής στους χειρότερους εφιάλτες της ανθρωπότητας θα προκαθορίσει δύο στοιχεία ως βασικά προαπαιτούμενα της φυλετικής καθαρότητας : το αίμα και το χώμα. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ο φυλετικός εθνικισμός τείνει να εξαλείψει από το λεξιλόγιό του την έννοια της ανθρωπότητας & υπάρχει η ανώτατη, μόνο, φυλή και όλοι οι «άλλοι» που υποβιβάζονται στην κατηγορία του ζώου. Το ζώο στερείται της ικανότητας του λόγου και, κατά συνέπεια, πρέπει είτε να περιορίζεται είτε να εξοντώνεται ως άχρηστο. Η Arendt προσεγγίζει τον ολοκληρωτισμό και από αυτή την οδό τη βαμμένη με το αίμα των θυμάτων του φυλετικού εθνικισμού. Ο ιμπεριαλισμός έχει μια Δυτική και μια Κεντρικο-Ευρωπαϊκή χροιά. Ο Δυτικός, και κυρίως ο Βρετανικός της εποχής του 19ου αιώνα και της εποχής του ναζισμού, ιμπεριαλισμός έχει μια αίσθηση της ανθρωπότητας : τα βρετανικά εμπορικά και πολεμικά πλοία που επιβάλλουν στην Ανατολή τη θέληση της αυτοκρατορίας δια της πολιτικής της κανονιοφόρου «δαμάζουν το νερό, τον άνεμο και τον ήλιο». Ο ιμπεριαλισμός είναι σαν τον επιβάτη του ποδηλάτου, όπως και ο καπιταλισμός : και οι δύο πρέπει να κινούνται συνεχώς για να μπορούν να στέκονται. Όπως ο καπιταλιστής έχει ανάγκη από παραγωγή νέων κερδών συνεχώς για να μπορεί να αναπαράγεται έτσι και ο ιμπεριαλιστής : πρέπει να εργάζεται για την επέκταση για την επέκταση. Ο κεντρικοευρωπαϊκός, αντίθετα, ιμπεριαλισμός είναι διαφορετικός. Η αντίληψη για το χώρο είναι διαφορετική. Τόσο η Γερμανία όσο και η Ρωσία δεν έχουν τις εκτεταμένες αποικίες της Δύσης και περιορίζονται στα Ευρωπαϊκά ηπειρωτικά πλαίσια. Το πλεόνασμα χρήματος και το πλεόνασμα πληθυσμού πρέπει να διοχετευτεί στους «ζωτικούς χώρους» που περιτριγυρίζουν τη χώρα. «Η επέκταση για την επέκταση» θα ανακαλυφθεί όταν έχει ήδη ολοκληρωθεί μέσα στο ίδιο το εσωτερικό της χώρας : η καθυστερημένη ενοποίηση της Γερμανίας. Ταυτόχρονα όμως δεν πρέπει να κατανοήσουμε το ναζιστικό κίνημα ως ένα οποιοδήποτε εθνικιστικό κίνημα. Ο ναζισμός ανακαλύπτοντας τo φυλετικό geist (πνεύμα) στο ρατσισμό των Αρίων θα προσδώσει «θετική» χροιά στο κίνημα του Χίτλερ : ʼριος σημαίνει Ευγενής στη σανσκριτική γλώσσα. Η Ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία είναι η καταγωγή των Αρίων. Η κατάδυση του ναζισμού στα βαθιά νερά του μυστικισμού θα οδηγήσει στη χαμένη ήπειρο της κοινωνίας των καστών από τις οποίες η απόπειρα εξόδου ισοδυναμεί με θάνατο. Οι ευγενείς πρέπει να μείνουν ευγενείς και να αυτοαναπαράγονται με τον επιστημονικά πιο πρόσφορο τρόπο, οι δε παρίες να εξολοθρεύονται. Οι Γερμανοί δεν αισθάνονταν όλοι άνετα. Οι διαχωρισμοί ανάμεσα στο «εμείς» και στο «αυτοί» αρχίζουν να γίνονται μετά το 1933 και στο εσωτερικό του προνομιούχου έθνους. Η ναζιστική ιδεολογία παρά το επιφανειακό της νεωτερικό στυλ δεν παύει να είναι η κατ’ εξοχήν οπισθοδρομική και αντιδραστική ιδεολογία. H 1η Σεπτεμβρίου του 1939 θα προσδιορίσει και το σημείο από το οποίο αρχίζει η εφαρμογή του σχεδίου για την υποβάθμιση της ανθρωπότητας και ως συνόλου: η έναρξη του «ολοκληρωτικού πολέμου». Η πάλη των φυλών έχει αντικαταστήσει την πάλη των τάξεων. Στις αντίπερα όχθες των κεντροευρωπαϊκών ποταμών ο παν-σλαβισμός, αν και μη επίσημη ιδεολογία του κράτους, ως παν-κίνημα θα έχει συμβάλλει στην οικοδόμηση μιας άλλης ολοκληρωτικής δικτατορίας. Ο εθνικιστικός αναπροσανατολισμός της ΕΣΣΔ και του Κομμουνιστικού Κόμματος θα προσδώσει μια νέα φυσιογνωμία στη χώρα αυτή που δεν θα έχει καμία σχέση με τη χώρα της επανάστασης του Οκτώβρη του 1917. H 1η Σεπτεμβρίου του 1939 θα προσδιορίσει και το σημείο από το οποίο αρχίζει η εφαρμογή του σχεδίου για την τελική λύση του Χίτλερ : η καταστροφή αρχίζει. Η ελευθερία του ανθρώπου δεν λογαριάζεται ως αξία μπροστά στη φυλή. Η ελευθερία χάνει τόσο το θετικό της όσο και το αρνητικό της περιεχόμενο κάτω από τη μπότα των κατακτητών.

Adolf-Hitler

 

Η Αrendt φτάνει στο σημείο να τονίσει ότι ακόμη και ανάμεσα στις κλασικές τυραννίες και στον ολοκληρωτισμό υπάρχει μια ακόμη ουσιαστική διαφορά : η τυραννία ή η στρατιωτική δικτατορία αφήνουν – συνειδητά ή ασυνείδητα, αδιάφορο, – έστω και κάποιες ελάχιστες χαραμάδες ελευθερίας στον άνθρωπο να χαρεί την ιδιωτική του ζωή, ο ολοκληρωτισμός σκοπεύει στο κλείσιμο κι αυτής της χαραμάδας. Η αρνητική ελευθερία που ένα της βασικό στοιχείο είναι το «δικαίωμα στο όνειρο» θεωρείται ως η άκρη της κλωστής που άμα την τραβήξει κανείς θα ξεσκιστεί ολόκληρο το ψεύτικο οικοδόμημα του ολοκληρωτισμού. Γι’ αυτό και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ο άνθρωπος-μάζα οδηγείται στην τέλεια απόγνωση ώστε να μην ελπίζει έστω και σε έναν θεό, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός: ο άνθρωπος, η φύση, η κοινωνία, η ακόμη κι ο «πανταχού παρών και τα πάνθ’ ορών» που από τα γεννοφάσκια του μαθαίνει να γνωρίζει ο κάθε άνθρωπος στα πλαίσια της διαδικασίας του εκ-κοινωνισμού του. Οι έγκλειστοι των στρατοπέδων οδηγούνται στην απόρριψη κάθε έννοιας περί χρησιμότητας ακόμη και του εαυτού τους. Αισθάνονται άχρηστοι. Και ως άχρηστοι, χωρίς θεό χωρίς βουλή, οδηγούνται στα κρεματόρια ή αφήνονται στο έλεος της παγωμένης φύσης. Ο ολοκληρωτισμός έκανε τους ανθρώπους να νοιώσουν πως δεν έχουν καμία αξία. Νομιμοποίησε το έγκλημα όχι μόνο για τους καθ’ έξιν κατά σύστημα εγκληματίες αλλά το έκανε αποδεκτό και από τα ίδια τα θύματα : ο «φονιάς με το θύμα αγκαλιά» κατά την παρανόηση μιας από τις εκδοχές. Η αντίστοιχη, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό τελειοποιημένη, στρατηγική ακολουθήθηκε και από την άλλη πλευρά, τη Σταλινική. Ας θυμηθούμε τις δίκες της Μόσχας: ο αθώος ομολογούσε το έγκλημα που δεν διανοήθηκε ποτέ να διαπράξει για να σώσει όχι τον εαυτό του αλλά τη «σοσιαλιστική» πατρίδα. Δεν ήταν οι ομολογίες μονάχα προϊόντα βασανιστηρίων. Οι Ναζιστές και οι Σταλινικοί βασίστηκαν στη γνήσια ανιδιοτέλεια των στρατευμένων οπαδών τους για να δηλώσουν στον έξω κόσμο ότι τα καθεστώτα τους είναι τόσο τελειοποιημένα που ακόμη και η διαφωνία ως προς μια επιμέρους πολιτική δεν μπορεί παρά να εντάσσεται σε μια ενιαία λογική. Η διαφωνία είναι και αυτή προγραμματισμένη. Αντίθετα, πολλές φορές η συμφωνία με την ολοκληρωτική ιδεολογία είναι που βάζει σε υποψία τους ολοκληρωτικούς ηγέτες. Ενώ η σκέψη απαγορεύεται ρητώς και δια ροπάλου, εν τούτοις υπαγορεύεται στην πράξη, για να είναι σε θέση ο ολοκληρωτικός ηγέτης να χρησιμοποιεί σαν πιόνια μιας πολιτικής σκακιέρας τους υποταγμένους του. Στο όνομα της αποτελεσματικότητας της πολιτικής του ο ηγέτης κάνει ρουά ματ πριν ακόμα ξεκινήσει την παρτίδα.

Η εξουσία έχασε την πραγματική της έννοια, κατά την Arendt, κι έγινε ωμή βία, τρόμος, σιωπή. Όμως υπήρξαν κραυγές στη σιωπή. Αν οι ιδεολόγοι του ολοκληρωτισμού νομίζουν πως ο ολοκληρωτισμός ποτέ δεν πεθαίνει, έχουν και δίκιο και άδικο. Όταν ο Αδόλφος και η Εύα αυτοκτονούσαν σ’ εκείνο το Βερολινέζικο υπόγειο για να μην δώσουν τη χαρά στους Σοβιετικούς στρατιώτες που κατελάμβαναν την πρωτεύουσα του Γ Ράιχ να τους συλλάβουν ήξεραν πως η φυσική τους παρουσία δεν ήταν πλέον απαραίτητη. Ο Αδόλφος γνώριζε πως σε κάποια άλλη στιγμή της ιστορίας, που είναι γνωστή για τα καπρίτσια της, ίσως σε κάποιο άλλο τόπο και, βεβαίως, υπό άλλες συνθήκες, κάποιος άλλος άνθρωπος με «έμφυτη προσωπικότητα» τόσο ισχυρή ώστε να ξεχωρίζει από το ασήμαντο πλήθος των μαζανθρώπων θα προσπαθήσει να ξαναοργανώσει το πλήθος των ανωνύμων σε ένα νέο ολοκληρωτικό παν-κίνημα με στόχο την κατάργηση της ανθρωπότητας, των ίδιων των ανθρώπων με τα φυσικά τους δικαιώματα. Και ο ολοκληρωτισμός που τότε δεν δεσμευόταν από τα εθνικά όρια και επεκτεινόταν για χάρη της επέκτασης σε ολόκληρο τον πλανήτη, ίσως αύριο να προσπαθήσει να διευρύνει τα όρια της επέκτασής του και πέρα από τα όρια της τόσο υποτιμημένης στην αντίληψή του ανθρωπότητας. Οι νέοι ʼριοι ίσως να είναι γήινοι στην καταγωγή αλλά όχι στην εμβέλεια.

Πάντως η ιδιότητα του ανθρώπου-πολίτη όπως την όρισε ο Αριστοτέλης μπορεί να αποδείξει ενεργοποιούμενη και το άδικο των ιδεολόγων του ολοκληρωτισμού. «Οι ολοκληρωτικοί υπερηφανεύονται ότι είναι ο ισχυρός βραχίονας της ιστορικής αναγκαιότητας. Αυτοαναγνωρίζονται ως οι νέες και σφριγηλές δυνάμεις που αγωνίζονται εναντίον μιας παλιάς, παρακμάζουσας τάξης πραγμάτων. Ισχυρίζονται πως πρέπει να αποδείξουν, και δεν μπορούν να αποδείξουν. Εν τούτοις πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε στο δικό τους έδαφος, και να έχουμε τις λύσεις τις δικές μας για τα δικά τους προβλήματα. Δεν θα είναι και τόσο εύκολο καθήκον. Όμως αν πετύχουμε, τότε η ελευθερία θα αποδειχτεί πάντα νέα, και η καταστροφή που βρίσκεται στη ρίζα όλων των ολοκληρωτισμών θα στραφεί εναντίον του ίδιου του ολοκληρωτισμού» έγραφε από το Λονδίνο την 1η Δεκεμβρίου του πρώτου έτους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο F. Borkenau. Το μήνυμα του ήταν ένα και μοναδικό : Αντίσταση και επανενοποίηση της κοινωνίας με βάση τη δημοκρατία και την ελευθερία.

Η ψυχολογική – ιστορική προσέγγιση της Σχολής της Φρανκφούρτης

Η ανάλυση του ολοκληρωτισμού, ιδίως της φασιστικής εκδοχής του, από την πλειοψηφία των μελών της «Σχολής της Φρανκφούρτης», της Αμερικανικής περιόδου της, χαρακτηρίζεται από την έρευνα των κοινωνιολογικών – ψυχολογικών δομών που τον συγκροτούν. Η ανάλυση για να πραγματοποιηθεί προϋποθέτει το συνδυασμό στοιχείων τόσο από τον Μαρξισμό όσο και από τον Φροϋδισμό καθώς και στοιχείων κοινωνιολογίας και πολιτικής θεωρίας. Η συνδυαστική αυτή προσπάθεια αποδίδει έναν ιδιαίτερο ρόλο στους κοινωνικούς επιστήμονες στην αντιφασιστική πάλη. Bασικός εκπρόσωπος της προσέγγισης αυτής ο Τ.W.Adorno θεωρεί ότι η προκατειλημμένη, δηλαδή η αυταρχική προσωπικότητα αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στον επαναστατικό μετασχηματισμό των κοινωνικών και πολιτικών δομών. Η προκατειλημμένη προσωπικότητα είναι μια υπό έλεγχο προσωπικότητα. Ο προκατειλημμένος άνθρωπος στερείται της ικανότητας να ερευνά τον ίδιο του τον εαυτό, συνεπώς είναι στη δυσάρεστη, που βέβαια δεν τη συνειδητοποιεί, θέση να μην μπορεί να «δει» τον εαυτό του και να «είναι» ο εαυτός του. Ο άνθρωπος αυτός είναι, ως εκ τούτου, δεκτικός σε κάθε είδους χειραγώγηση που τον στρέφει ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, ενάντια στα ίδια του τα βασικά συμφέροντα. Το καθήκον των κοινωνικών επιστημόνων όπως το προσδιόρισε ο Αdorno συνίσταται στην υποβοήθηση των προκατειλημμένων προσωπικοτήτων να αποβάλουν το ημιδιαφανές πέπλο της χειραγώγησης που επιβάλλεται συνήθως εκ των άνω, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκ των κάτω. Ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι οι άνθρωποι αυτοί να καταστούν ικανοί, μέσω της αυτογνωσίας, να προσδιορίσουν τους αληθινούς τους εαυτούς για να αποκτήσουν τη δυνατότητα του να συμπεριφέρονται ρεαλιστικά σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η μεθοδολογική συζήτηση που διεξήχθη στα πλαίσια της ερευνητικής ομάδας που υπό την επιμέλεια των Adorno, Horkheimer και S.H.Flowermann και σε συνεργασία με την Αmerican Jewish Society μελέτησε το ζήτημα της αυταρχικής προσωπικότητας κατέληξε στην απόφαση να χρησιμοποιηθούν οι τεχνικές των ερωτηματολογίων με στόχο να αποσπασθούν πληροφορίες αναφορικά με την κοινωνική κατάσταση των ατόμων χρησιμοποιώντας ως κλίμακα μέτρησης την μέθοδο Lickert. Η καταγραφή των απόψεων και προδιαθέσεων των ατόμων βοηθά στην πληρέστερη κατανόηση συνθέτοντας μια κοινωνική ψυχολογία της προκατάληψης.

Η απόπειρα του έτερου μέλους της σχολής της Φρανκφούρτης, του Erich Fromm εστιάζεται περισσότερο στους ψυχολογικούς παράγοντες που επιτρέπουν την αποδοχή του φασισμού. Ακόμη πιο διεισδυτικά το ερευνητικό του βλέμμα εισχωρεί στην ψυχή, όχι μόνο του «νευρωτικού ανθρώπου» αλλά και, του «κανονικού» καθημερινού ανθρώπου που διαμορφώνεται ως «αυταρχική προσωπικότητα». Η κύρια αιτία είναι ο σαδομαζοχιστικός χαρακτήρας του κανονικού ατόμου που από τη μια αρέσκεται στην λατρεία των εξουσιαστών αρχηγών και στην υποταγή σ’ αυτούς και από την άλλη επιθυμεί να υποτάξει στις δικές του εξουσιαστικές διαθέσεις τους άλλους.

Η τοποθέτηση του Gerald M.Platt εντάσσεται στις ψυχολογικές αναλύσεις του φασισμού από μια άλλη, ανεξάρτητη σε σχέση με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, πλευρά. Δεν ερμηνεύει το φασισμό ως απλώς ένα φαινόμενο που αντανακλά τις διαθέσεις της «κατώτερης μεσαίας τάξης» αλλά τον τοποθετεί στο πεδίο της «κρίσης ταυτότητας». Υπό την έννοια αυτή βρίσκεται πιο κοντά στις απόψεις της Arendt. Το μοντέλο αυτό είναι ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο ορίζονται οι ορίζουσες του ναζισμού ως νέας ιδεολογικής δύναμης που όχι μόνο προσδίδει στους οπαδούς του μια νέα αίσθηση του νοήματος του κόσμου που τους περιβάλλει, αλλά, κι αυτό είναι το επικίνδυνο, δημιουργεί κι επιβάλλει μια αυταπάτη : την αυταπάτη του ανήκειν στο «ίδιο» κίνημα. Σε μια άλλη δηλαδή εκδοχή του «εμείς» και του «αυτοί» με καθέτως προσδιορισμένες διαχωριστικές γραμμές που οριοθετούν και δημιουργούν την αίσθηση της κοινής ταυτότητας. Τότε αυτή η ταυτότητα περιελάμβανε το φυλετικό στοιχείο ως προσδιοριστικό και πρωταρχικό. Σήμερα αυτή η ταυτότητα εστιάζεται στο πολιτισμικό στοιχείο. Η ουσία όμως της επικίνδυνης και ολοκληρωτικής ομογενοποίησης του κοινωνικού είναι ίδια και απαράλλακτη. «Η απώλεια των οικείων κοινωνικών νορμών και η τοποθέτηση κάποιου εντός αυτών είναι εν δυνάμει χαοτική. Άνθρωποι που δεν μπορούν να διατηρήσουν μια βιογραφικά κεκτημένη αίσθηση προσωπικής ταυτότητας, συνέχειας, αισθημάτων αξιοσύνης, αυτοεκτίμησης, του ανήκειν σε μια κοινότητα, και άλλων πολλών, εύκολα κυριεύονται από συναισθηματικές εμπειρίες. Όταν αυτές οι συνθήκες διαχέονται ευρέως η κοινωνία υποφέρει από κρίση κατασκευής νοήματος». Το πρόσωπο που ξεπροβάλλει μέσα από αυτή την κρίση και που μπορεί να συνθέσει σ’ ένα νέο ιδεολογικό πλαίσιο την ερμηνεία της αίσθησης της κρίσης και τον σχεδιασμό των μελλοντικών ανατάσεων, έχει τη δυνατότητα, ελλείψει σημαντικών αντιστάσεων, να ελέγξει τεράστια σύνολα ανθρώπων που αναζητούν ταυτότητα και αίσθηση του ανήκειν. Ο Ναζισμός, ο Φασισμός και ο Σταλινισμός έπαιξαν επάξια, σε βάρος όμως της έννοιας της ανθρωπότητας, αυτό το παιχνίδι. Αυτή η κρίση νοήματος συνυφαίνεται με την ανάγκη που νοιώθουν στη φάση αυτή τα άτομα να τύχουν αναγνώρισης, μιας αναγνώρισης που θα τους κάνει εύπιστους απέναντι στον ολοκληρωτικό ηγέτη γιατί αυτός θα προέρχεται απ΄αυτά, θα μιλάει όπως αυτά και θα απαιτεί προσήλωση και σεβασμό που θα καταλήξει στον ολοκληρωτικό τρόμο. «Μπορεί να αισθάνομαι ανελεύθερος με τη έννοια ότι δεν με αναγνωρίζουν ως μια αυτοκυβερνώμενη ατομική ανθρώπινη ύπαρξη& όμως το ίδιο μπορεί να νοιώθω και ως μέλος μιας μη αναγνωρισμένης ή μη ικανοποιητικά εκτιμώμενης ομάδας : τότε επιθυμώ τη χειραφέτηση ολόκληρης της τάξης μου, ή της κοινότητας ή του έθνους ή της φυλής ή της επαγγελματικής ομάδας. Τόσο πολύ μπορώ να το επιθυμώ αυτό, ώστε να μπορώ, μέσα στην οδυνηρή μου λαχτάρα για status , να προτιμήσω να με κακομεταχειρίζεται και να με κακοκυβερνά κάποιο μέλος της φυλής μου ή της κοινωνικής μου τάξης, από τον οποίο παρ’ όλ’ αυτά αναγνωρίζομαι ως άνθρωπος και ως αντίπαλος – δηλαδή ως ίσος – από το να με μεταχειρίζεται καλά και υπομονετικά κάποιος από μια ανώτερη και απόμακρη ομάδα, που δεν με αναγνωρίζει γι’ αυτό για το οποίο επιθυμώ να είναι ο εαυτός μου». Ο I.Berlin είχε δίκιο να τονίζει 30 χρόνια μετά την έναρξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου πού μπορούσε να οδηγήσει μια τέτοια αντίληψη : στην άρνηση κάθε μορφής ελευθερίας, είτε θετικής είτε αρνητικής.

Η απάντηση του Νίκου Πουλαντζα στη θεωρία περί ολοκληρωτισμού και η εκτίμηση του για το φασιστικό φαινόμενο

Ο Ν.Πουλαντζάς αρνείται το ότι η H.Arendt είχε σκοπό να ερευνήσει το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού από μια μαρξιστική σκοπιά – πόσο μάλλον από μια γενικά αριστερή σκοπιά. Θεωρεί ότι το βιβλίο της Αrendt «ήταν μια από της βίβλους της αγγλοσαξονικής και της γερμανικής δημοκρατίας στη διάρκεια των ετών του «ψυχρού πολέμου». Η κύρια ιδεολογικοπολιτική γραμμή του βιβλίου είναι γνωστή : κομμουνισμός = φασισμός, Στάλιν = Χίτλερ, οι «μη φυσιολογικοί , κομμουνιστές – φασίστες, μοιάζουν και ζήτω η αστική δημοκρατία, εδώ είναι πραγματικά η ουσία της υπόθεσης». Η Αrendt, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, εξαφανίζει από το λεξιλόγιό της τις κοινωνικές τάξεις και την αναμεταξύ τους πάλη και επικεντρώνει την ανάλυσή της γύρω από το δίπολο «δημοκρατία-συγκεντρωτικό κράτος». Είναι αλήθεια πως η Arendt εντάσσεται σε ένα γενικώς και αορίστως αριστερό, κατά την άποψή μου, διανοητικό πόλο που έχει κύριο άξονα της σκέψης του την αντίθεση δημοκρατίας-τυραννίας και που «νοσταλγεί» την αρχαία ελληνική «πόλη» καταδικάζοντας παράλληλα τη σύγχρονη ολοκληρωτική τυραννία και βλέποντας μορφές αναβίωσης των πολιτικών σχέσεων της αρχαίας «πόλης» στα εργατικά συμβούλια που δημιουργήθηκαν στα πλαίσια της εξέγερσης της Ουγγαρίας το 1956 ενάντια στη Σοβιετική εισβολή. Αυτό το γεγονός ο Πουλαντζάς το θεωρεί αξιοσημείωτο γιατί συμβαδίζει με την φιλελεύθερη και όχι με την συντηρητική τάση των πολιτικών θεωρητικών της ψυχροπολεμικής εποχής. Οι παρατηρήσεις για το έργο της Arendt που σημειώνει ο Πουλαντζάς είναι οι εξής : «τόσο ο φασισμός όσο και οι άλλες μορφές αστικού κράτος είναι, όλες, μορφές του κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ο ύ κ ρ ά τ ο υ ς. Πράγμα, ωστόσο που δε σημαίνει επίσης, πως δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε αυτές τις μορφές, ή πως υπάρχει μια απλή γραμμική συνέχεια μεταξύ τους. Αλλά η τοποθέτηση, ακριβώς, των σχέσεων και διαφορών και η ερμηνεία τους, είναι κάτι που δεν επιτυγχάνει η Η.Arendt. Toύτου λεχθέντος, δεν υπάρχει αμφιβολία πως όταν αφοσιώνεται σε συγκεκριμένες αναλύσεις για το φασισμό, βρίσκουμε συχνά στη H.Arendt εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες και περιγραφές, οι οποίες και ξεχωρίζουν, εξάλλου, από τους παραλογισμούς των επιγόνων της : του Kornhauser, πχ. Αλλά το ζήτημα δεν είναι εκεί».

 

1-d1560283d1

Το ζήτημα είναι πώς ο φασισμός βρήκε μαζική λαϊκή απήχηση. Ο φασισμός είναι ένα καθεστώς ανάγκης για τη σωτηρία του καπιταλισμού που, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, διαφέρει από τις υπόλοιπες μορφές παρομοίου καθεστώτος (βοναπαρτισμός, στρατιωτικές δικτατορίες). Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται ακριβώς στο ότι έχει λαϊκή απήχηση. Ποια ήταν η φύση και η έκταση του φαινομένου αυτού και ποιες ήταν οι αιτίες που το προκάλεσαν είναι τα δυο βασικά ερωτήματά του. Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα σχετικά με το ποιες ήταν εκείνες οι τάξεις που στήριξαν και σε ποιο βαθμό τα φασιστικά καθεστώτα. Σε σχέση με τη θεωρία περί ολοκληρωτισμού που μιλάει για μια κοινωνία χωρίς τάξεις αποτελούμενης από άτομα-μάζες αντιπαραθέτει την ταξική ανάλυση. Συμπεραίνει ότι η εργατική τάξη ήταν εκείνη που δέχτηκε τις λιγότερες επιδράσεις από το φασισμό και που, παρά τη φαινομενική έλλειψη ευκρινούς πολιτικής αντίστασης στο καθεστώς, προέβη σε κεκαλυμμένες μορφές αντίστασης (σαμποτάζ, μαζική απουσία, δολιοφθορές, αυθόρμητες απεργίες)[1][1]. Η αγροτιά υποδιαιρείται και αυτή σε επιμέρους τάξεις με λιγότερο επιδεκτικές στην αφομοίωση του φασιστικού τρόπου σκέψης και δράσης τους αγρεργάτες και τα φτωχά αγροτικά στρώματα [2][2]. Μαζική υποστήριξη στον φασισμό παρείχαν τα παλιά και νέα μικροαστικά στρώματα των πόλεων. Επίσης στο εσωτερικό των μικροαστικών στρωμάτων υπήρξε μαζική υποστήριξη από δυο κοινωνικές κατηγορίες : τους νέους και τις γυναίκες λόγω της κυριαρχίας των θεσμικών μορφών της οικογένειας και του σχολείου καθώς και των ιδεολογικών υποσυστημάτων της εποχής εκείνης στην Ιταλία και στη Γερμανία. Ο Πουλαντζάς δεν αρκείται στην κοινωνικό-ταξική ανάλυση. Κρίνει και ιστορικά το ζήτημα περιοδολογώντας τον φασισμό σε διαδικασία εκφασισμού και σε εγκατεστημένο φασισμό. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει έντονο το φαινόμενο της μαζικής λαϊκής υποστήριξης του φασισμού ενώ στη δεύτερη μια «εξελικτική διαδικασία απομάκρυνσης». Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν συγκυρίες κατά τις οποίες σημειώνονται ανοδικές ή καθοδικές τάσεις στη υποστήριξη των καθεστώτων. Επίσης εξετάζονται οι διάφοροι βαθμοί απήχησης του φασισμού: από την ενεργητική και χωρίς όρους προσχώρηση ως την περιστασιακή υποταγή και παθητική υποστήριξη και, τελικά, στην αναγκαστική ουδετεροποίηση λόγω της έντασης της καταπιεστικής πολιτικής. Οι καταστάσεις αυτές είχαν την αντανάκλασή τους στο εσωτερικό των ηγετικών φασιστικών κύκλων προκαλώντας αντιθέσεις που, με τη βοήθεια λαθεμένων πολιτικο-στρατιωτικών αποφάσεων, οδήγησαν στην επίσπευση της κατάρρευσης.

Οι αιτίες του φαινομένου προσδιορίζονται από τέσσερις συντεταγμένες. Πρώτον, από την οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου του εγκατεστημένου φασισμού και συνίστατο στην σχετική και όχι απόλυτη εκμετάλλευση για ορισμένες μερίδες των εργατικών-αγροτικών τάξεων και στην πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» που αποδιοργάνωνε την ενιαία έκφραση των λαϊκών τάξεων χρησιμοποιώντας τη μία ενάντια στην άλλη (πχ άνεργοι εναντίον ήδη εργαζομένων) και βοηθούσης της νέας ανάπτυξης της οικονομίας απορρόφησε ένα μεγάλο κομμάτι της ανεργίας. Η οικονομική αυτή ανάπτυξη είχε δύο αιτίες : τη μετάβαση από τον ανταγωνιστικό και φιλελεύθερο καπιταλισμό στο μονοπωλιακό καπιταλισμό και την ενίσχυση των πολεμικών προετοιμασιών που ευνοούσαν τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και την αύξηση της απασχόλησης. Δεύτερη αιτία υπήρξε η επιτυχής εκμετάλλευση του «εθνικού ζητήματος» που ετίθετο διαφορετικά απ’ ότι στις συγκροτημένες ήδη από αιώνες σε έθνη-κράτη δυτικές εθνικές κοινωνίες. Η Ιταλία και η Γερμανία είχαν καθυστερήσει όχι μόνο στην εκβιομηχάνισή τους αλλά και στην εθνική τους ολοκλήρωση. Οι Χίτλερ και Μουσολίνι άδραξαν την ευκαιρία και έπαιξαν καλά το εθνικιστικό χαρτί με το οποίο κέρδισαν τις λαϊκές τάξεις της υπαίθρου και τις μικροαστικές της πόλης. Η παρουσίαση του ζητήματος της συμφωνίας των Βερσαλλιών με τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανιστούν οι δύο χώρες ως «προλεταριακά έθνη» που μάχονται την ιμπεριαλιστική τάση της Αγγλίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ ήταν τέτοια που ενέταξε στις τάξεις του φασισμού μερίδες της αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς..Τρίτη αιτία ήταν ότι «μπόρεσε να ξαναπάρει στον ιδεολογικό του λόγο, διαστρέφοντάς τις, μια σειρά από βαθιές λαϊκές επιθυμίες, συχνά ειδικές σε κάθε μια από τις αναφερόμενες τάξεις, τμήματα τάξεων και κοινωνικές κατηγορίες». Η μελέτη του Πουλαντζά εντοπίζει τις συνθήκες έντονης ταξικής πάλης και στο εσωτερικό των φασιστικών μηχανισμών ως εκφράσεις της διαφοροποίησης της φασιστικής ιδεολογίας. Κατά κάποιο τρόπο συμφωνεί σε ορισμένα σημεία με τις αντίστοιχες της Αrendt όσον αφορά τις διαμάχες ανάμεσα στις διάφορες φασιστικές οργανώσεις και στις σχέσεις τους με τον κρατικό μηχανισμό, με τη μόνη διαφορά ότι εκεί που ο Πουλαντζάς βλέπει ταξική πάλη η Arendt βλέπει απλώς την κατάρρευση της έννοιας της εξουσίας και την αντικατάστασή της από το αντίθετό της, δηλαδή τη βία. Ο Πουλαντζάς αντίθετα τονίζει το διφορούμενο της λαϊκής απήχησης που εκφράζει το δίπολο υποταγή-αντίσταση. Τέλος, η τέταρτη αιτία που εξηγεί τη λαϊκή απήχηση του φασισμού είναι η πολιτική της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς και των κομμάτων της στην Ιταλία και στη Γερμανία που δεν κατάλαβαν τίποτα από το φασιστικό φαινόμενο αφήνοντας στην τύχη του το εργατικό-λαϊκό κίνημα μη διεξάγοντας αποτελεσματική ιδεολογικο-πολιτική μάχη ενάντια στο φασισμό.

Leave a comment